- ερασίπτερος
- ἐρασίπτερος, -ον (Α)αυτός που έχει εράσμια, πολύ ωραία φτερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρασίπτερος — of amorous wing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek